- ορθοπεδία
- ηη ορθοπεδική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -πεδία (< πέδον «έδαφος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοπεδιστής — ο 1. ιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική 2. τεχνίτης που κατασκευάζει ορθοπεδικά εργαλεία και μηχανήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοπεδία. Η λ. ως όρος τής Νεοελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. orthopediste] … Dictionary of Greek